ἐκκαθαρθῆναι

ἐκκαθαρθῆναι
ἐκκαθαίρω
cleanse out
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκκαθαίρω — ἐκκαθαίρω (AM) 1. καθαρίζω εντελώς 2. απαλλάσσω κάποιον από κάποιον ή από κάτι («πονηρίας ἐκκαθαρθῆναι τὴν πόλιν») 3. εξαγνίζω αρχ. 1. καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες 2. (για δάνεια) τακτοποιώ, εξοφλώ 3. εκβάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”